Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΒΑΓΙΑ ( ΜΑΝΟΛΟ ) ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΧΑΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
..28/4/13Ο ποιητής Θεοχάρης Παπαδόπουλος του Ποιητή Αντώνη.
{άνθρωποι που με γεμίζουν δέος}
Εδώ θα παρουσιάσω ένα ποιητή, τον Θεοχάρη Παπαδόπουλο, γιο του ποιητή Αντώνη, και δεν θα πώς πως “όπου πηδάει η κατσίκα πηδάει και το κατσίκι”, ή “το μήλο θα πέσει κάτω από την μηλιά”.
Με αυτό μου το σημείωμα, θέλω να δείξω το πόσο κακό κάνουν οι γονείς στα παιδιά τους που όλες τις ελεύθερες ώρες τους τις περνούν μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, παρακολουθώντας ποδόσφαιρο, και μάλιστα πολλοί γονείς φανατίζουν τα παιδιά τους με την ομάδα που υποστηρίζουν, δημιουργώντας μελλοντικούς χούλιγκαν από την παιδική τους ηλικία.
Για όσους δεν γνωρίζουν την λέξη χούλιγκαν τους πληροφορώ πως είναι αγγλική λέξη και σημαίνει ταραχοποιός.
Για μένα είναι αδιανόητο και δεν θα μπορούσα να δω την ζωή μου έξω, και μακριά από τις τέχνες και τα γράμματα, δεν είναι ότι τα γουστάρω απλώς γιατί τα γουστάρω, ή από κάποιο φανατισμό, αλλά γιατί με κάνουν να βλέπω την ζωή σφαιρικά. Και όχι μονόπλευρα και μονόφθαλμα, και κυρίως με τον φανατισμό, που επιβάλει στην ανθρώπινη συνείδηση ο αθλητισμός.
Αντίθετα από τους πάση φύσεως αθλητισμούς που δημιουργούν ανταγωνισμούς και από την φύση τους φανατισμούς, και περισσότερο το ποδόσφαιρο, όχι γιατί δημιουργεί περισσότερο φανατισμό από τα άλλα αθλήματα αλλά γιατί αυτό το άθλημα τα παρακολουθούν περισσότεροι φίλαθλοι. Και το πλήθος τον οπαδών είναι που δημιουργεί και το μεγάλο κακό και δεν είναι το ίδιο το ποδόσφαιρο που δημιουργεί περισσότερο φανατισμό από τα άλλα αθλήματα.
Είναι για εμένα πολύ σημαντικό και με κάνει να νιώθω πραγματικό δέος, όταν συνάντησα, γιο και πατέρα να ασχολούνται και οι δύο με την ποίηση.
Με τα ποιήματα του Θεοχάρη είχα πάντα σκοπό να ασχοληθώ κάποια στιγμή με αυτά.
Γιατί ακόμα αντηχεί μέσα μου ο στοίχος από ένα του ποίημα, που διάβασε στον χώρο του ASIN ART και λέει:
Πόρτα που δεν ανοίγει την σπας.
Και από τι στιγμή που άκουσα τον στίχο αυτό η επιθυμία μου να ασχοληθώ με την ποίησή του έγινε ακόμα πιο έντονη.
Τον Θεοχάρη ως ποιητή τον γνωρίζω από την προ εφηβική του ηλικία, και από τότε έχω παρουσιάσει ποιήματά του δε διάφορες ποιητικές εκδηλώσεις που εγώ διοργάνωνα,.
Από τα παιδικά του χρόνια λοιπόν ποιητής ο Θεοχάρης, και χωρίς καμία ποιητική ανάπαυλα από τότε, σήμερα έχει να παρουσιάσει ένα μεγάλο σε όγκο και σοβαρό σε ποιότητα έργο, άξιο να βρει την θέσει που του ταιριάζει άξια στη θέση των Ελληνικών γραμμάτων και ιδικά της λογοτεχνίας αφού ως γνωστό η ποίηση είναι το πιο καθαρό είδος λογοτεχνίας και ο Θεοχάρης ουσιαστικά και επάξια κατέχει αυτό τον όρο “καθαρή ποίηση”. Ας την δούμε με μία πιο βαθιά ματιά, ποια είναι αυτή:
Πρόκειται πάνω από όλα για ποίηση φιλοσοφημένη που αντλεί τα θέματά του ο ποιητής από τις προσωπικές του προσεγγίσεις με την καθημερινότητα διαγράφει τις απορείς του ανέβασα στις κοινωνικές διαβαθμίσεις κατευθύνει τις σκέψεις του αλλά οι αυθόρμητες στίμες του είναι αυτές που δημιουργούν τα ποιήματά του, επιχρισμένα από τις κοινωνικές καταστάσεις που ζει στις διαφορές συναναστροφές του, αλλά και άλλες του υποχρεώσεις στην καθημερινή του ζωή και τα ενδιαφέροντά του. Που μπορεί μεν όλα αυτά να μην μετατρέπονται σε ποίηση, αλλά πολλά από αυτά παίρνουν μορφή ποιητική πάνω στα χαρτιά που κρατάει επάνω του ο Θεοχάρης,
Αν υπήρχε αντικειμενικότητα στην ποίηση θα έπρεπε να μας εξασφάλιζε ένα είδος σκέψης που να ξεκινά από μία αφετηρία από την οποία θα κατέληγε ο ποιητής στους συγκεκριμένου ποιητικούς του σκοπούς που επιθυμίες. Το ότι δεν υπάρχει αντικειμενικότητά στην ποίηση είναι σίγουρο, και αυτό τα συναντάμε και στην ποίηση του Θεοχάρη, Αλλά δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιμετωπίζεται έτσι η ποίησή του, από τους τίτλους, αλλά και τα θέματα που επιλέγει για να γίνει δημιουργός των έργων του.
Παίρνουν όμως στην συνέχει την ποιητική μορφή, και αυτό το αντικειμενικό από όπου ξεκινούν τα ποιήματά του, από τον τίτλο ειδικά, αυτό σιγά - σιγά σβήνει, και την θέση του, παίρνει το ποιητικό στοιχείο, και τα έργα του καταλήγουν σε μια αυθόρμητη φιλοσοφική σκέψη, δυνατή και επαναστατική που ξαφνιάζει τον αναγνώσει, πρόκειται για πολύ ενδιαφέροντα απόφθεγμα τα οποία αποτυπώνονται δυνατά και για πάντα σε αυτόν που θα έχει την τύχη να τα διαβάσει ή να τα ακούσει.
Οι αναγνώστες από την ανάγνωση των ποιημάτων του σίγουρα, θα έχουν να αντλήσουν πολλά ενδιαφέροντα θέματα που μπορούν να εξεταστούν με ποιητικούς όρους και να επισημανθούν ανάλογα με τις σκέψεις και τις εμπειρίες, του κάθε αναγνώστη χωριστά, και να αποδώσει το προσωπικό τους στοιχείο πάνω στην ποίηση του Θεοχάρη, και τέλος θα αντιληφθούν πως από αυτή την ποίηση απέκτησαν ακόμα μια επιπλέον εμπειρία. Ποίηση μορφής και σχέσης άμεσης του περιβάλλοντος, του δημιουργού με ανάμεικτους ψυχικούς του ατομικούς συναισθηματισμούς.

Βάγιας Εμμ. {ΜΑΝΟΛΟ}
 

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ 

Καλά είμαι 

Καλά είμαι 
μειώνοντας το παράπονο 
έπαψε να σαπίζει τα κόκαλά μου το φθινόπωρο. 
Καλά είμαι 
έβαλα πίσω στο συρτάρι 
επιθυμίες και πια δεν θέλω. 
Καλά, καλά είμαι 
κουλουριασμένη στο κρεβάτι 
τσαλακώνω όνειρα, 
έτσι θα πάψουν επιτέλους. 
Καλά είμαι 
κι ο τοίχος δίπλα μου 
κι αυτός έπαψε να παραπονιέται 
με τόσα χάδια τρυφερά 
που του χαρίζω 
καλά είμαι. 
Οι επισκέπτες καθόλου δε λιγόστεψαν
κι αλήθεια να 'ξερες πόσες φορές 
μου χάλασαν τον ύπνο 
υπονομεύοντας την άδεια μου γαλήνη 
λέγοντας πως, τελικά, όλοι είμαστε μόνοι. 
Καλά είμαι 
γέμισε ο τοίχος δαχτυλιές 
τα τζάμια ράγισαν από τις αγκαλιές 
και τα ποτήρια απ' τα φιλιά τα παθιασμένα. 
Με τόσα χάπια πως να μην υποκύψει η χαρά; 
Είμαι καλά, σου είπα, γιατί τρέμεις; 
Ναι, τέλειωσε το πετρέλαιο, 
πάρε κουβέρτα. 
Δεν ήξερα πόσο ευαίσθητες 
είναι στο κρύο, οι αναμνήσεις. 

Από την ποιητική συλλογή: "Η τελειότητα της απόστασης" 
 



Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ALBENA LEKOVA-ATANASOVA ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΧΑΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ "ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ" ( ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΩΝ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ) (*) 

(*) Η παρακάτω κριτική διαβάστηκε στα πλαίσια παρουσίασης του βιβλίου στο Πλέβεν Βουλγαρίας στις 11 Απρίλη 2013. 

 




      Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος είναι γνωστός μας από το προηγούμενο Διεθνές Λογοτεχνικό Συνέδριο «Αδελφοποιημένοι Κόσμοι» στο Πλέβεν το 2011.  Τότε ο νεαρός ποιητής μας εντυπωσίασε με τα ποιήματά του: «Πόρτες Κλειστές» και «Άδειες Καρέκλες». Σήμερα, μας παρουσιάζει το πρώτο του μεταφρασμένο βιβλίο στη βουλγαρική γλώσσα, που έχει μεταφραστεί από την Emilia Trifonowa. Το βιβλίο περιέχει 43 ποιήματα επιλεγμένα από τις πέντε, μέχρι σήμερα, ποιητικές του συλλογές. Η σελιδοποίηση, ο σχεδιασμός και η έκδοση έγιναν από τον εκδοτικό οίκο «Severno» και η εκτύπωση στο Kentavar.
       Το «Πόρτες Κλειστές» είναι ένα βιβλίο, που οι χαρακτήρες είναι τα απλά πράγματα σαν τα συρτάρια και τα δωμάτια, που όπως πάντα «ήταν περιττά», το κομοδίνο, που «κουβαλάει απάνω του ένα τασάκι» και στάχτη από τσιγάρο, που στην στάχτη ψάχνει το νόημα της ζωής. Χωρίς να υποτιμά μεγάλα θέματα, χωρίς λαϊκισμό, τα πράγματα στην ποίηση του Θεοχάρη Παπαδόπουλου μιλάνε σαν κομμάτια του ανθρώπινου πολιτισμού και η φύση παρουσιάζετε μόνο έμμεσα. Τα πράγματα περιγράφουν την ανθρώπινη σκέψη, τη ζωή και το λυρικό έρωτα και δείχνουν ότι ο ποιητής είναι άτομο με καθαρές σκέψεις, οι οποίες προέρχονται από καθαρή ψυχή. Ένα άτομο, που έχει καταλάβει ότι οι λέξεις δεν φτάνουν να περιγράψουν όλη την αλήθεια και γι’ αυτό τα λίγα λόγια έχουν μεγάλη σημασία: «Σε ένα γράμμα ολόκληρη ζωή». Αλλά υπάρχει και η άλλη ζωή, αυτή η ζωή είναι κλειδωμένη πίσω από τις πόρτες των φυλακών με εικόνες, που γυρίζουν στην καρδιά ή που ήδη έχουν εξελιχθεί αργά και ανεπαίσθητα. Τότε αναρωτιέσαι: «Ποιος φταίει» και η απάντηση είναι ένα καθαρό υποσυνείδητο και καρδιά, που ελπίζει. Αυτοί φταίνε, διότι είναι αυτοί, που βλέπουν το γκροτέσκο στη ζωή ενώ τα σοβαρά πράγματα μένουν «ες αύριον».
       Η ποίηση του Θεοχάρη Παπαδόπουλου είναι σε πρώτο πρόσωπο. Μια κουβέντα με τον εαυτό του, όπου πάντα ξεκινά και πάντα επιστρέφει θέλει δεν θέλει. Έναν εαυτό, που είναι τόσο κοντά στο ονειρεμένο ταξίδι, αλλά δεν μπορεί να το πραγματοποιήσει, επειδή δεν έχει λεφτά για εισιτήριο. Αυτό ο εισιτήριο είναι η απελευθέρωση από το φόβο. Φόβος, επειδή βλέπεις στον καθρέφτη τον εαυτό σου αδιάφορος μπροστά στον κόσμο, που τελειώνει τη ζωή του στην άσφαλτο, στα δάση, που έγιναν στάχτη, στους πολέμους, στις συμφορές, στους σεισμούς ή πίσω από πόρτες, που δεν ανοίγουν αν δεν τις σπάσεις. Η σκέψη γιατί σε έχουν απορρίψει είναι βασανιστική όπως εκείνη η σκέψη για τη σφαίρα, με την οποία πυροβολείς το εαυτό σου κάθε βράδυ όταν βασανίζεσαι. Όταν υποφέρεις θέλεις τη σκόνη του χρόνου να διαγράψει τις μέρες, σαν κι αυτή, που: «τελειώνει πριν να προλάβει καν ν’ αρχίσει. Υπάρχει διέξοδο από τον εφιάλτη της ζωής όταν θέλεις να ξυπνήσεις και δεν μπορείς; Ναι, υπάρχει. Να μην κοιμάσαι. “Αυτή τη νύχτα / δεν μπορώ να κοιμηθώ», φωνάζει η ψυχή του ποιητή στο ποίημα: «Αϋπνία». Ναι, υπάρχει αν ανοίξεις το παράθυρο του υποσυνείδητού σου και δεις γύρω σου πως δεν υπάρχει ούτε ήλιος, ούτε πράσινα δέντρα, που μοσκοβολούν. Έχει μόνο σκόνη και τσιμέντο. Ναι, υπάρχει αν γράφεις κάθε μέρα ένα ποίημα, ο πόνος θα εξαφανιστεί.
       Η ποίηση του Θεοχάρη Παπαδόπουλου δεν είναι μόνο πόνος και κραυγή. Είναι και ποίηση της ελπίδας, των ονείρων και το όνειρο είναι η μόνη δυνατή μορφή της ύπαρξης του ποιητή. Είναι ποίηση λεπτών αντιθέσεων αγάπης χωρίς θυμό και θλίψης χωρίς απελπισία. Μήπως, η μοίρα του λυρικού ήρωα αλλάζει στην αγάπη ή γράφει μια καινούργια ιστορία αγάπης; Τα ποιήματα αγάπης χαρακτηρίζονται από την ίδια παγκόσμια θλίψη και μοναξιά. Η αγαπημένη είναι οφθαλμαπάτη. Αντικατάστασή της είναι το γλυπτό, εικόνα οράματος, που καταλήγει μια χούφτα αλάτι.
     Ο ποιητής ψάχνει ακόμα το βλέμμα της γυναίκας από το άλλο μπαλκόνι για να τον απελευθερώσει. Φτιάχνει λατρευτικό το άγαλμά της, παρόλο, που υποσχέθηκε να μην την ξαναδεί, αλλά ο φόβος της μοναξιάς είναι πιο ισχυρός από την ελευθερία. Η αγαπημένη είναι βασανιστική, η σκισμένη της φωτογραφία τη φέρνει ξανά μπροστά του, το καθρέφτισμα σε μια χούφτα θαλασσινό νερό, το οποίο γίνεται αλάτι, στο χέρι του ποιητή. Η αγάπη του είναι μια φωτιά, που θα σβήσει πριν προλάβει να ανάψει. Είναι «μια λύρα, που δεν παίζει, / μια νότα, που δεν τραγουδιέται». Μια σιωπή, που μας μιλάει και μια μνήμη, που δεν ξεχνά. Έτσι, μέρα με τη μέρα επιστρέφει στις μνήμες μέχρι τα παιδικά του χρόνια με μια πρόσκληση για παιχνίδι: «Έλα να παίξουμε. / Αν κερδίσω, να πάρω ένα φιλί σου. / Αν χάσω, πάρε μου ό, τι θες. / Μην τ’ αρνηθείς. / Μην πεις πως είμαστε μεγάλοι για παιχνίδια. / Εσύ μ’ έβλεπες πάντα σαν παιδί. / Έλα να παίξουμε, λοιπόν, / μην τ’ αρνηθείς. / Μήπως και βρούμε τη χαμένη μας ζωή / σ’ ένα παιχνίδι.»
       Και όταν έρθει η ανατολή ο ποιητής είναι πάλι μόνος, επειδή η παγκόσμια θλίψη διώχνεται μόνο με την παγκόσμια αγάπη: «Αγαπώ τη ζωή για τις χαρές που μου δίνει, / αγαπώ τον έρωτα που μου γλυκαίνει τη ζωή, / αγαπώ τη φύση που με καλωσορίζει / με χίλιες δυο χαρούμενες φωνές. / Αγαπώ την αγάπη που μ’ έμαθε ν’ αγαπώ, / αγαπώ την ειρήνη που με κάνει να υπάρχω, / αγαπώ την ελπίδα που με μεθά, / αγαπώ τη θάλασσα που με δροσίζει, / τα κύματα που τα πόδια μου φιλούν. / Δε με φοβίζει εμένα ο Ποσειδώνας, / απ’ όλους τους θεούς τρέμω τον Άρη.» Ο ποιητής υποφέρει υπομονετικά και αγαπάει με υπομονή. Δεν έχει μάρτυρες, μόνο οι αληθινοί αναγνώστες είναι αυτοί, που μπορούν να διαβάσουν την ψυχή του, ψυχή ενός κοσμοπολίτη.

ALBENA LEKOVA-ATANASOVA

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: EMILIA TRIFONOVA



Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

ΕΥΗ ΚΑΦΟΥΡΟΥ 

Παπαρούνα

Κόκκινή μου παπαρούνα,
με τη λεπτή σου μέση,
ομορφαίνεις του γκρεμού την άκρη...

παράξενο,
τη ζωή συμβολίζεις,
τη γοητεία του κινδύνου,
τη γλύκα του απαγορευμένου...

έτσι και τώρα ,
που με έκσταση  σε προσέχω,
μεταίχμιο είσαι,
ζωής και θανάτου,
εκεί στου γκρεμού την άκρη,
στο λίγο ακόμα από ζωή...


Από την ποιητική συλλογή "Τι φταίει".  
 

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ ΓΚΕΚΑ 

Ένας πλανήτης που προσμένει 

 

Είχαμε φανταστεί πως για χάρη μας
ο πλανήτης θα γινόταν άστρο.
Και τι έγινε; Έβρεξε…
οι πλεξούδες της γης λύθηκαν
και μείναμε ολόγυμνοι…
Με ένα βλέμμα που ανακλάται φτωχό
στις επιφάνειες, κι επιστρέφει πίσω…
πιο άδειο.
Μα κρύβω τόση ποίηση μέσα μου
που αγανακτούν τα σωθικά μου.
Το στόμα μου σαν ουρανός,
με τη λαλιά του και το χάος του.
Κι επιθυμώ να στάξει χαμομήλι
και μέντα η μέρα σαν δαγκώσω
τη ματαιότητά της.
Στα δύο να σκίσω τον ουρανό
να κρυφτώ και να χλευάσω
τους πλανήτες.
Και οι αίολοί σου, ανθρωπότητα,
να συνάξουν τα φτερά μου και ζυγίσουν:
47 κιλά ουρανό.
Κι ό,τι αφήνω πιο επίγειο:
οι νεραϊδισμοί μου στον καθρέφτη
που ακτινοβόλησαν
το Είναι.


 

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΣΟΦΙΑ ΠΙΠΕΡΟΥ 

Μπαλκόνι

Μπαλκόνι ,
Οδός Αντιφίλου αριθμός το δώδεκα
Και επάνου το φεγγάρι σε συμμετρία με μένα
Δεν έχει αριθμούς
Πόσο ελεύθερο να νιώθει χωρίς τη μαθηματική παραπλάνηση ότι ανήκει κάπου
Χωρίς συνείδηση δε ξέρει ότι μόνο αυτό ελπίζει να βρει παρηγοριά στο κενό που έχει γύρω του
Δε ξέρει να μετρά ίσως παραπάνω από το ένα
Αλλά και αυτό φορές το αγνοεί
Ή το ξεχνά μπροστά στον κόπο να γεννήσει την ημέρα
Να φωτίσει το ένα μισό της γης και το άλλο να το φυλακίσει σε ένα ακατάστατο δωμάτιο
Με όλα τα θνητά αντικείμενα τριγύρω
Αυτά όλα που μας θέλουν ντυμένους
Και συ με το ένδυμα φτηνό γιατί την πόρτα μου χτυπάς σε συγκεκριμένο δρόμο
Αυτά δεν είναι του φεγγαριού καμώματα
Και γω πόσο θέλω να ξεχάσω το μέτρημα  και να γεννήσω με κόπο την ημέρα