Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΙΑΚΩΒΟΥ


ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΒΑΚΧΙΚΟΝ» 









       Η ποιητική συλλογή «Τεθλασμένοι χρόνοι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βακχικόν» είναι η δεύτερη της Χρυσάνθης Ιακώβου και συνήθως, όταν διαβάζουμε την δεύτερη ποιητική συλλογή ενός ποιητή, περιμένουμε να έχει κάνει ένα βήμα παραπάνω από την πρώτη. Μην έχοντας, όμως, υπόψη μας την πρώτη της ποιητική συλλογή, αρκεστήκαμε να διαβάσουμε τη δεύτερη και βρήκαμε αρκετές αρετές, που την χαρακτηρίζουν ως ένα ώριμο ποιητικό έργο.
       Τα ποιήματα της Χρυσάνθης Ιακώβου είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και είναι κυρίως ολιγόστιχα. Ελάχιστα ξεπερνούν τη μια σελίδα, δείχοντάς μας πως η ποιήτρια γνωρίζει καλά την οικονομία των λέξεων και την απόδοση του νοήματος χωρίς τίποτα περιττό.
      Πολλά ποιήματα μας άρεσαν, όμως, εκείνο, που μας άρεσε περισσότερο, ίσως το πιο χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Αναμονή», όπου σε μια εικόνα τραγικής συμμετοχής των άψυχων αντικειμένων, το λεωφορείο μπορεί να περάσει από τη στάση μόνο αν θυμηθεί «πως χρόνια τώρα στέκεται κάποιος εκεί.»
       Τα περισσότερα ποιήματα της Χρυσάνθης Ιακώβου είναι απαισιόδοξα. Ο λάθος έρωτας κάνει τις νύχτες του Αυγούστου ανυπόφορες, ενώ ο πόνος βαφτίζεται αγάπη «για να έχουμε να λέμε / πως είμαστε ζωντανοί.» Οι λύσεις σε εκείνα, που μας βασανίζουν είναι «ένα κλειδί / σε κάποιο συρτάρι / ξεχασμένο.» Όσοι θέλουν να κλέψουν λίγο χρόνο ανακαλύπτουν τραγικά «πως δεν υπάρχει και χρόνος.», ενώ λέμε ψέματα στον εαυτό μας και πίνουμε απ’ τα λάθη μας και μεθάμε. Τα λάθη χαρακτηρίζονται ως οι λάθος στροφές, που πήραμε και θα κουβαλάμε το βάρος τους για πάντα.
       Στην ποιητική συλλογή της Χρυσάνθης Ιακώβου υπάρχουν και ορισμένα αποφθεγματικά δίστιχα, όπου με συμπυκνωμένο λόγο μας αποκαλύπτεται μια φιλοσοφία ζωής: «μια ψευδαίσθηση η ζωή μας, / ένα κυνήγι για τα ανέφικτα» και αλλού: «κολυμπήσαμε σε ολόκληρο ωκεανό / και μια στάλα νερού / δε βρήκαμε».
      Συμπερασματικά, η ποιητική συλλογή της Χρυσάνθης Ιακώβου «Τεθλασμένοι χρόνοι» είναι ένα σημαντικό βήμα της ποιήτριας στο δύσκολο δρόμο της ποίησης. Περιμένουμε τα επόμενα βήματά της.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

ΣΠΎΡΟΣ ΧΑΛΒΑΝΤΖΗΣ


ΟΡΟΣΕΙΡΕΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΒΑΚΧΙΚΟΝ» 



       Για να ασχοληθεί κάποιος με μια ποιητική συλλογή, που έχει κυκλοφορήσει πριν από δύο χρόνια, πρέπει το συγκεκριμένο έργο να έχει κάτι να του πει, να του έχει τραβήξει την προσοχή, έτσι ώστε να αφιερώσει χρόνο και κόπο για να το αναλύσει.
       Είχαμε, λοιπόν, την ευκαιρία να διαβάσουμε την ποιητική συλλογή του Σπύρου Χαλβαντζή: «Οροσειρές του εαυτού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις: «Βακχικόν» και διαπιστώσαμε ότι είναι ένα έργο, που αξίζει κανείς να σταθεί και να το μελετήσει προσεχτικά.
       Όλα τα ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο. Τα περισσότερα είναι γραμμένα σαν πεζοποιήματα καθώς δεν υπάρχει διαχωρισμός σε στίχους, αλλά μοιάζουν σα να διαβάζουμε πεζό κείμενο, όμως, ο ρυθμός παραμένει ποιητικός διαχωρίζοντας με λεπτή γραμμή την ποίηση από την πεζογραφία.
       Ο τίτλος «Οροσειρές του εαυτού» είναι διττής σημασίας. Αναφέρεται πρώτα απ’ όλα στον άνθρωπο, που παλεύει να κάνει κάτι στη ζωή του, να αφήσει ένα έργο, που θα αναγνωριστεί από τους νεώτερους και οι δρόμοι, που ακολουθεί είναι οροσειρές γιατί ανεβαίνει στις επιτυχίες και κατεβαίνει στις αποτυχίες. Η δεύτερη σημασία είναι πιο ειδική και έχει να κάνει με τον ποιητή, που σκαρφαλώνει κι εκείνος στις οροσειρές, προκειμένου να βρει μια αναγνώριση του έργου του, αλλά συναντά κι εκείνος κατηφόρες και σκαμπανεβάζει. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Εγώ και το σκοτάδι» αναφέρεται καθαρά η προσπάθεια του ανθρώπου να βγει από το σκοτάδι, που συμβολίζει την αφάνεια και να ξεχωρίσει.
       Θα μπορούσαμε να σταθούμε σε πολλά ποιήματα, αλλά θα θέλαμε να δούμε το πιο χαρακτηριστικό, που κατά τη γνώμη μας είναι το: «Ας μετρήσουμε κεφάλια». Ένας άνθρωπος, που δεν θέλει να έχει κεφάλι, που δεν θέλει να σκέφτεται, όπως θέλουν οι άλλοι, που δεν θέλει να του καθορίζουν το μυαλό. Σκέφτεται διαφορετικά και είναι διαφορετικός.
       Τα ποιήματα του Σπύρου Χαλβαντζή εμπεριέχουν ορισμένες έξυπνες φράσεις, κάποιες με σκωπτικό περιεχόμενο και από αυτές σταχυολογούμε την ακόλουθη: «εγώ έχω ένα κοινό που με ακούει και με βλέπει αυτή τη στιγμή. Τι καλύτερο στις μέρες μας, ε;»
       Κλείνοντας αυτή τη μικρή ανάλυση, στην ποιητική συλλογή του Σπύρου Χαλβαντζή «Οροσειρές του εαυτού» θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον ποιητή, που μας ανέβασε στις οροσειρές του και να τον προτρέψουμε να συνεχίσει την προσπάθεια έτσι ώστε να φτάσει στις κορυφές, που επιθυμεί.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ΙΡΙΣ-ΑΝΝΑ ΖΕΡΒΟΥ


Βέβαιον και αβέβαιον


Αγαπητόν μου παιδί,
Εγεννήθην κάποτες εις τον Περαία. Το μόνον βέβαιον. Ημερομηνίαν δεν ξεύρω.
Δεν εόρτασα και ποτές γενέθλια. Αργότερα, ενήλικος ωσάν γένηκα, γενέθλια
είχα κάθε φοράν που μ' άρεσε καμιά κοπελιά. Μου 'καμαν πιο εύκολα το χατίρι
να με κεράσουν ένα φιλάκι. Γενέθλιον δώρον βλέπεις. Το 'δα μια φορά από 'ναν
μάγκα και το ξεπατίκωσα. Μια, δυο, κατάλαβα πως πιάνει το κόλπον και μπορεί
να μέτραγα και δέκα "χρόνια πολλά" τον μήναν. Το φιλάκι πάντα εις το
μάγουλον. Μου άρεσκαν αι κυρίαι. Δεν ήθελον περισσότερα. Το απαλόν τους
στόμα στο φρεσκοξυρισμένον μου δέρμα ήτον ποίησις. Γιατίς γράμματα δεν έμαθα
στην ώραν μου και οι ποιητές με δαύτα γράφουν. Μα άκουγον πολύ. Άκουγον τους
παπάδες στας εκκλησιάς, τους διαβασμένους μπαρμπάδες εις τα καφενεία, τους
πολυταξιδεμένους καπεταναίους και τους κάθε λογής μορφωνιούς και νέους. Λίγο
το λίγο έμαθα κάπως να ομιλώ ορθότερα από άλλους, ίσως και να εσκέπτομαι
ορθότερα από άλλους. Το δεύτερον πιο πιθανόν απ' το πρώτον. Άλλωστε το στόμα
μου πιότερο διακοσμητικόν ήτο. Τα αυτιά μου κάμαν όλην τη δουλειάν. Έτσι
έμαθα κι Εγγλέζικα. Χώθηκα μιαν ωραίαν πρωίαν σ' ένα καράβι και μην τον
είδατε. Πήγα Αμέρικα. Τους καλάρεσα 'κει πέρα -όπως εφάνη- και λίγο το λίγο,
δουλειά τη δουλειά, έκαμα παράδες. Μαζί με τους παράδες έκαμα κι όνομα.
Εγνώρισα γυναίκα με καρδιάν καλήν και την έκαμα κυρά μου. Την αγάπησα πολύ.
Το μόνον βέβαιον. Εκείνη με 'μαθε γράμματα. Μαζί της αρχίνισα να εορτάζω
γενέθλια. Απεφάσισε ότι εγεννηθήκαμεν ιδίαν ημερομηνίαν κι εγώ πού να της
χαλάσω χατίρι. Μια φορά μόνο εμαλώσαμεν. Εκείνη ήθελε σερνικό κι εγώ κορίτσι
να της μοιάζει. Με όλους θα τα βάζα για χάρην της μα με ενίκησε ο Χάρος. Τα
βρόντηξα τότες όλα κι έφυγα για Ελλάδα. Ξερή γην εγένηκα δίχως εκείνην.
Άνθρωπος κενός. Μια νύχταν σε βρήκα να βαράς παλαμάκια μονάχο σου κάπου εις
την Τρούμπα. Μέρα σαν εκείνην, θα 'χε γενέθλια η κυρά μου -αν ήτο ζώσα. Έτσι
έκαμες κι εσήκωσες το βλέμμα και με είπες "Παππού". Το πήρα για σημάδι από
την κυρά μου που 'θελε σερνικό και σε μάζεψα. Το "παππού" δε μου 'καμε καρδιά
να στ' αλλάξω έτσι τρυφερά που το 'λεγες, και σου 'μεινε. Αυτή 'ναι η
ιστορία. Εγώ μια φορά στα 'γραψα. Το πότε θα τα διαβάσεις μάλλον αβέβαιον.
O Παππούς σου