Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Για τον Καββαδία 

Σ' αυτή τη βάρδια 
κάνει πούσι μεγάλο, 
όπως το καράβι περνάει τα στενά 
για τη Μαύρη Θάλασσα 
και την Οδησσό. 

Ο διαβήτης χαράζει την πορεία στον χάρτη 
και η πυξίδα δείχνει σταθερή πορεία. 
Οι μηχανές είναι στο φουλ 
και οι μούτσοι στις θέσεις τους 
να ετοιμάζουν το τραπέζι για βραδινό 
και να σφουγγαρίζουν το πλοίο. 

Σ' αυτή τη βάρδια που κάνει πολύ πούσι 
και οι γλάροι κοιμούνται στις ακτές, 
το καράβι περνάει τα στενά 
για τη Μαύρη Θάλασσα. 
Ξενυχτισμένοι να φορτώσουμε στάρι. 
Ξενυχτισμένοι να θεωρήσουμε το διαβατήριο στο λιμάνι. 
Ξενυχτισμένοι να νιώσουμε το άρωμα 
από το κορμί μιας γυναίκας. 

Το διαβατήριο θεωρήται στο λιμάνι: 
Όνομα: Νίκος Καββαδίας. 
Επάγγελμα-ειδικότητα: Ασυρματιστής-ποιητής. 
Το εν λόγω διαβατήριο θεωρήθηκε μαζί 
με σίδερα και παλιά όνειρα, 
που πάνε για σκραπ στα διυληστήρια. 

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΜΑΡΑΚΗΣ

Τα βήματα

Τα βήματα μας, χωρίς αιδώ και ντροπή
στης Αλεξάνδρειας την Κορνίς θα μας φέρουν
γυμνούς και χέρι με χέρι πιασμένους, να γελάμε
τον Έρωτα να τραγουδάμε, φανερά
κι ας λέει ότι θέλει η απάνθρωπη πολιτεία
που καθημερινά το κεφάλι σκύβει

ασκούμενη σε περίτεχνες οσφυοκαμψίες.
Και το βράδυ κουρασμένοι, αγκαλιά
με ηδονικά ποτά, ταξιδεύοντας

στου Έρωτα την άβυσσο και τη φωτιά
ιστορίες θα λέμε για τον Ποιητή
που φοβήθηκε, έκλαψε και τον πόνο του

Τέχνη έκανε που τείχη γκρεμίζει.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ


Σταχτωμένα χρώματα
1ο βραβείο στους Δελφικούς αγώνες ποίησης τον Ιούνιο του 2013 (τους ποιητικούς αγώνες κάθε χρόνο διοργανώνει η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών)

Τα λεκιασμένα χιόνια
μας τράνταξαν το μάνταλο εφέτος.
Στο ευρύχωρο πηγάδι της αυλής
κατοικούν σκέψεις βαρυποινίτες
και πρώιμα τρυγημένες ρώγες διάτρητες
απο αξεθύμαντο αλκοόλ
που στα χυτήρια του ουρανίσκου του
βορρά έσφυζε..
Αποστολή και ροή σιδηρά είχε
το πυκνό ίζημα στα καταχείμωνα
των διοικήσεων που κρατούσαν 
με σάρκινο τείχος μακριά
 τον ήλιο του αίματός τους.
Τα σταχτωμένα βήματα κοιτάζουν
και δε βλέπουν τη διαίρεση του νου.
Στις αποθήκες οργασμός
ακατέργαστου πρώτου προϊόντος
που στοιβαγμένο έπαιρνε εκείνο
το βαλσαμωμένο χαμόγελο
εμπρός στα παραλληλόγραμμα των αρχών.
Τους πόθους της νυκτός
ξαγρύπνησαν χείλη πουλιά
που λεύκαιναν καπνισμένα σύννεφα
και ήταν ακλάδευτα στις σφαίρες. 
Έλεγαν να μη ψάχνουμε
για καταφύγια αλλά για το πλάτεμα
δαγκωρουφώντας μέταλλο και ελαιόφυλλα.
Τώρα που ο αργόσυρτος χρόνος
περνά σαν συρμός απο πάνω μας
μάζεψαν τα χείλη
όλη τη θνητή γεύση απο το σώμα μας
ακόμη και απο τους αρμούς του νου μας.
Και είπα κι εγώ να γίνω σώμα
με φτερό να κρημνίσω την αποστεωμένη σκέψη
και να βαφώ με την πολυχρωμία που μόλις αύγισε...*
Στο ταγκό των θλιμμένων το πηγμένο αίμα σαλεύει.

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΥΡΡΟΣ

Τερτσίνα 

Ένας κάποιος Κάβειρος ( ο Κάβειρος ο Μέγας ) 
πήγε βόλτα στο νησί ( στην Σαμοθράκη δηλαδή ). 
Συναντά την Καβειρώ του ( που 'ταν σπίρτο φλέγας ). 

( Ήταν όμως και μπελάς ). Την χαιρετά και την φιλεί: 
"Για τσιλιμπουρδίσματα μού 'σαι πάλι βρε βλάκα;" 
( Μην τολμούσε να αρνηθεί; ) -Της δίνει τότε ένα φιλί: 

"Όχι βρε γυναίκα, να, ήσυχη κάτσε στην θράκα, 
γύρνα σπίτι, σ' Ήφαιστο πηγαίνω και σ' αφέντη μου."
"Για μπαρμπούτι βρε τρελέ και για χαρτιά;" - "Για πλάκα, 

και για χυτήριο, μανίτσα, του λεβέντη μου." 
"Τ' αρχηγού σου, βρε ρεμάλι; Την Πανδώρα θέλεις;" 
"Για να κάνω αγάλματα, να 'χω λεφτά στο γλέντι μου. 

Η γιορτή μου, αγάπη μου, πλησιάζει. Τι μου στέλλεις 
για δωράκι;" - "Δεν σου φτάνουν οι τιμές σου των θνητών; 
σου 'χουν σφάξει πρόβατα ενός κοπαδιού κι αγέλης. 

Να θυμάσαι: δεν θα φας, και δεν θα πιεις απ' ότι βρεις! 
Καραντίνας θέτω σε, μόνο νερό και πάγο. 
Είσαι γέρος. Προσοχή! Δεν θα παχύνεις, για να ζεις!" 

"Ήμαρτον, αμάν, ποτέ! - Ναι, στην Πανδώρα πάγω!"... 

Από την ποιητική συλλογή "Αμφιμετρία" 

 

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ




Κόντρα στο χρόνο των καιρών

Συνάντησα τους σύμμαχους
            μες στην αρχαία Θήρα,
σαν τόπος άγιος, ιερός,
            μια θαλπωρή μου δίνει,
κόντρα στο χρόνο των καιρών,
            στην σκοτεινή του δίνη,
διέρρηξα την κρύπτη του,
            τη μυστική του θύρα.

Σαν έκλεψα τα σκήπτρα του,
            του γκρέμισα τα τείχη,
η μάχη είναι αμφίρροπη,
            μα τον νικώ στην πάλη,
ατέρμονος ο πόλεμος,
            μα θα κερδίσω πάλι,
κρατώ στα χέρια μου σφιχτά
            της μοίρας μου την τύχη.

Στους τροβαδούρους έδωσα
            μια διαμαντένια λίρα,
να εξυμνούν το έπος μου
            στη ρυθμική τους λύρα,
σαν όσιο με ψέλνουνε,
            με στέμμα και με μίτρα.

Καλλιόπη μου μ’ αγκάλιασες
            σαν τη δική μου μάνα,
μου χάρισες την έμπνευση
            σαν τ’ ουρανού το μάννα,
μες στον παράδεισο ορμώ,
            στη λυρική σου μήτρα.


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΑΝΟΥΡΗΣ

Καταλονία 

Σε περιμένω στα Προπύλαια 
παρέα με τους μικροπωλητές 
και τους απεργούς πείνας·  
ξαπλωμένος στο χορτάρι 
διαβάζοντας 
για την κοινωνική επανάσταση 
στην Ισπανία. 
Μεταμορφώνομαι στον Φρανθίσκο Ασκάσο 
που όταν ήμουν εξόριστος 
και κυνηγημένος 
δίσταζες να με συναντήσεις. 

Σε περιμένω στα Προπύλαια 
παρέα με τους ταραχοποιούς 
και τους μπαχαλάκηδες· 
ο Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι 
ανεβασμένος στον ιστό 
οι σφαίρες σφυρίζουν 
δαιμονισμένα τριγύρω του 
κι αυτός εμψυχώνει τα πλήθη. 
Μετουσιώνομαι στον Ντουρούτι 
που όταν σε προσκαλούσα 
στις ελευθεριακές χίμαιρες 
με αποστόμωνες επαναλμβάνοντας 
"ας πάρουμε πρώτα το πτυχίο". 

Σε περιμένω στα Προπύλαια 
δίπλα στη Φεδερίκα Μοντσένι. 
Οι φλόγες της εξέγερσης 
πυρπολούν τις καρδιές μας 
κι εμείς τις δυνάμεις καταστολής, 
συντηρώντας τις φωτιές 
στα οδοφράγματα 
με τα συντρίμμια 
ερώτων ατελέσφορων 
και ηδονών εξατμισμένων. 

Σε περιμένω στα Προπύλαια 
ξαπλωμένος στο γρασίδι 
διαβάζοντας 
παρέα με τους μικροπωλητές 
και τους απεργούς πείνας. 
Σε βλέπω να τρέχεις 
χαμογελαστή 
προς το μέρος μου. 
Σηκώνομαι και φεύγω. 

Από την ποιητική συλλογή: "Στου πουθενά τη μέθη" 

 

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

ΑΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ

Το ( όχι για πάντα ) κοριτσάκι με τους αναπτήρες 

Τα παιχνίδια πίσω από τη βιτρίνα δεν ήταν ποτέ φίλοι σου. 
Σε κοιτάζουν με τα πλαστικά τους μάτια να πουλάς 
αναπτήρες, χαρτομάντηλα, στιλό, 
μισοπεθαμένα λουλούδια. 
Κανείς δεν αγοράζει. 
Λίγοι βάζουν στο χέρι σου 
( χωρίς να σ' ακουμπήσουν ) 
τις μεταλλικές τους ενοχές 
τρώγωντας τυρόπιτες ή μιλώντας στο κινητό, 
που δεν έχουν να πληρώσουν. 
Δεν σε νοιάζει. 
Δεν είναι δικά σου τα ελάχιστα που μαζεύεις 
κι ένα χέρι ξύλο παραπάνω, δε σημαίνει τίποτα. 
Αλλά τα παιχνίδια... 
Δεν ξέρεις τη λέξη μίσος, ξέρεις ότι τα μισείς. 
Γι' αυτό και δεν πουλάς πια τους αναπτήρες. 
Μόνο χαρτομάντηλα, στιλό, μισοπεθαμένα λουλούδια. 
Γιατί θα έρθει η μέρα που δεν θα είσαι πια κοριτσάκι. 
Και τότε εσύ και οι βιτρίνες αυτού του κόσμου, 
θα κλείσετε τους λογαριασμούς σας. 

Από την ποιητική συλλογή "Iridium" 


Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Παράπονο 

                                      Δέδυκε α σελάνα... 
                                      Εγώ δε μόνα καθεύδω.
                                                             ΣΑΠΦΩ


Τις υστερνές της έστειλε αχτίδες η σελήνη.
Εσβήστηκε κι εχάθηκε. Τι νύχτα σκοτεινή!
Τα πάντα ησυχάζουνε, απλώθηκε γαλήνη 
κι εγώ η Σαπφώ η βαριόμοιρη κοιμούμαι μοναχή. 

Από την ποιητική συλλογή "Υπόγεια Διαδρομή" 

 
 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗ

Άτιτλο 

Άχρωμη,
άοσμη
άνοστη
ζωή...

Πήρα τα καλύτερα χρώματα,
τα καλύτερα πινέλα
μα, έλλειπε ο ζωγράφος...

Έφερα τα πιό ακριβά αρώματα,
μα, δεν ήρθε Άνοιξη
να μυρίσει αγιόκλημα και λεμονιά...

Έψαξα τα πιό σπάνια υλικά,
μα, ο,τι κι' αν μαγείρεψα
μόνη μου κάθισα τελικά στο τραπέζι...


Από την ποιητική συλλογή: "29 ολονυκτίες ενός δίσεκτου Φεβρουαρίου".

ΕΛΕΝΗ ΓΚΡΕΚΑ

Άτιτλο 

Γλυκοχαραξε 
και περιμενω. 
Δροσοσταλιδες της αυγης
στα πρωτα φυλλα.
Υπομονη μιας εποχης 
που φθινει.



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΟΡΙΔΗΣ

Άτιτλο

μάζεψε
τον εαυτό του,
δάκρυα
μαστούρας,
σε τσόντες
απογοήτευσης,
συγκινητικό
και το μελό;
κωλοτράγουδα
και αξύριστο αίμα
από τη ψύχη,
το δράμα
και το τέλος του:
όραμα
και χάδια
από ηρωικές
σκηνές,
ήταν πίνακας
καρφωμένος,
με ματωμένα
καρφιά
και προβολείς
με φεγγαρίσιο φως,
στις βιτρίνες
του σταθμού,
η ζωή του
πια•
 
Από την ποιητική συλλογή "Ποιητικές τρύπες στο σκοτάδι" 
 

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ ΣΙΔΕΡΙΔΗ

Τελευταίος ήχος

Η φωνή χάθηκε απότομα στο βουητό της πόλης

Η Μαργαρίτα, με δυο κραυγές μάδησε τα πέταλά της
Άναυδη κοιτά το κόκκινο τσιμέντο
Ένα θρόισμα πεταλούδας άκουσε μόνο, απαλό
Είδε τον έρωτα να δραπετεύει στα λευκά φτερά της
Ύστερα, δεν απόμεινε στάλα ζωντανού ονείρου
Η βράχνα έπνιξε τις τελευταίες χορδές

Πώς να γράψουμε πια για τον έρωτα;

Τώρα το κόκκινο, άλλα πράγματα σημαίνει