«Μοιραίες και πικάντικες ιστορίες»
Στο φίλο Διονύση...
-Δημήτριο με λεν’ εμέ κι αυτό στο υπογράφω,
δυο ιστορίες θα σου πω που έμελλε να μάθω,
μα όχι μέσα στο σχολειό, μα ούτε σε θρανίο,
μες στης ζωής γραφτήκανε τ’ απρόβλεπτο βιβλίο!
Τον Μανωλιό τον γνώρισα σα σήμερα πριν χρόνια,
όρκο φιλίας δώσαμε, μας έδενε η ομόνοια,
ντόμπρος, ευθύς και ζόρικος, δυο μέτρα παλικάρι,
μοναδικό του ελάττωμα πως λάτρευε το ζάρι!
Μία φορά τζογάραμε σε άγνωστο τραπέζι,
μαυραγορίτες μπόλικοι και δύο κουβανέζοι,
όλο το βιός του πόνταρε σε μια ζαριά ρημάδα,
τα πάντα έχασε με μιας, τον έπνιξε η ζαλάδα...
Ακόμα ένα γεγονός σαν ένα παραμύθι,
το έζησα με φίλους μου και πέρασε στη λήθη,
μα τώρα δα θυμήθηκα πως ήτανε μια φρίκη,
στο τέλος όμως κέντησα με άσσο στο μανίκι!
Στοιχηματίζανε πολλά, είχαν φτιαχτεί με κέντα,
τρεις άσσους είχα μοναχά, μα έλπιζα στη ρέντα,
ένα άσσο έβγαλα κρυφά απ’ το μανίκι μέσα,
τους νίκησα, τους έγδυσα, μα έχασα τη μπέσα!
-Μου εξομολογήθηκες μοιραίες ιστορίες,
θα σου εξιστορήσω ‘γω για πονηρές κυρίες,
φύκια πουλούσανε πολλά για μεταξωτές κορδέλες,
τις πλήρωσα πανάκριβα, μα έκανα και τρέλες!
Μυρτώ τη λεν’ την πονηρή, μου τό ‘παιζε και νύφη,
στενοχωριόταν εύκολα σαν έσπαγε το νύχι,
της χάρισα ολόχρυσο με λίθους δαχτυλίδι,
το τσέπωσε και έφυγε, την ξέχασα με ξύδι!
Κι άλλο μπουμπούκι μού ‘τυχε, φαινόταν προκομμένη,
σαν αλεπού παμπόνηρη και «πυροβολημένη»,
γαμπρό με προίκα ήθελε, υπάλληλο του ΙΚΑ,
μα τον γαμπρό παράτησε και κράτησε την προίκα!!!
Αυτά που λες Δημήτρη μου κι άλλα να πω μπορούσα,
έσβησε ο Ερωτόκριτος και ποιά η Αρετούσα;
αύριο βράδυ πάλι εδώ, περάσαμε ωραία,
η νύχτα σα βασίλεψε, έπεσε η αυλαία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου