Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΙΜΤΣΙΔΗ

 


 
 
 
 
Εθνική σκηνή
 
Δεν καταφέρνω
Σημαίνει αφήνω τα πόδια μου νεκρά,
το στόμα μουδιασμένο.
Κάτω τα μπορώ
που φέρνουν βόλτα με την αδικία
Κάτω τα δεν αξίζω
που φέρνουν χέρι με χέρι την αξιοκρατία
Δεν καταφέρνω
Σημαίνει γέννα χειρουργική, με όργανα ωμά. Να τρώει το παιδί τη μάνα και η μάνα να τρώει τα οστά και ύστερα να γίνεται δίκη
Μα ο δικαστής δεν ξέρει το σωστό και φέρνουμε τη θεία, τον πατέρα και τον γιο να βγάλει δίκαιη απόφαση.
Ποιος θα φυλακιστεί, το μωρό ή η μάνα;
Δεν καταφέρνω
Σημαίνει γνωριμία με την οικογένεια,
σχέσεις φιλίας και αργότερα πορτοφόλι χρυσό με χαρτονόμισμα παχύ.
Η μάνα να δαγκώνει το ψωμί
η μάνα να γιατρεύει την πληγή
η μάνα να αγκαλιάζει
Το παιδί να μένει νηστικό
το παιδί να μένει ορφανό
γιατί δεν χαμπαριάζει από δωροδοκίες.
Δεν καταφέρνω
Σημαίνει πεντανόστιμο φαγητό, σε εστιατόριο φθηνό
μα το φαγητό πάει για πέταμα αφού δεν είναι ακριβό
Και οι φτωχοί να πλουτίζουν στο στομάχι
Και οι πλούσιοι να φτωχαίνουν στην καρδιά
Δεν καταφέρνω σημαίνει κράτος
Γι αυτό θα πω κατάφερα.
Κατάφερα τα πόδια να ζωντανέψω, να πατήσω στη σκηνή
Κάτω τα μούτρα
Φέρνω χαρά
Και στα δικαστήρια θα γίνω δικαστής. 



Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

ΛΙΛΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

 

Ευαγγελία
 
“Μια κουταλιά κοφτή, σωστά; Στη μύτη…”
“Όχι βρε! Σκέτο τον πίνω εγώ!”
“Α, εντάξει, σκέτο, σκέτο..”
Κι έβαζες τον καφέ στο μπρίκι,
μέσα στο νερό που μόλις είχε αρχίσει να βράζει
κι ανακάτευες χαμογελώντας.
“Ξέρεις, ο καλός καφές, θέλει υπομονή, όχι βιασύνες.” έλεγες.
Σε κοίταζα και χαμογελούσα κι εγώ στην καλή μου τύχη που σ’είχε εκεί μπροστά μου.
“Όπα… έτοιμα!” κι ερχόσουν στο τραπέζι.
Τα δυο μας καφεδάκια.
Το δικό σου μέτριο, το δικό μου σκέτο.
Και για λίγο, σωπαίναμε και πηγαίναμε κι οι δυο μας να δοκιμάσουμε τις πρώτες γουλιές. Βιασύνες!
“Καιει…” λέγαμε και τα βάζαμε πάλι στην άκρη.
Πάντα ρώταγες για να μάθεις τα νέα μου.
Ήταν η ώρα μας.
Τις ιστορίες μου, τους έρωτές μου.
Τα ποίηματά μου.
Με ρώταγες αν με στεναχώρησε κανείς,
γιατί φοβόσουνα που γράφω τόσο σκοτεινά.
Και πράγματι, τις περισσότερες φορές, κάποιος μ’είχε πικράνει.
Και σε σκοτείνιαζα που στα λεγα.
Ρουφούσαμε κι οι δυο μας μια γενναία γουλιά καφέ,
και κύλαγε πιο εύκολα η κουβέντα.
“Μη τους επιτρέπεις να στο κάνουν αυτό.” μου έλεγες.
Μα δε με κοίταζες στα μάτια,
κατέβαζες το βλέμμα και κοίταζες το φλιτζάνι,
σαν να θελες να τα πεις στον εαυτό σου.
Σου λεγα και τ’άλλα νέα,
για να χαρείς.
Για την δουλειά μου, που πάντα πήγαινε καλά, για τα αστεία που άκουγα απ’τους φίλους μου, για τα νέα ποιήματα, για το βιβλίο που θα ετοίμαζα, για εκείνο το ταξίδι που επιτέλους έβαλα μπροστά να οργανώσω…
Κι ύστερα εσύ,
έπιανες τις ιστορίες σου.
Προς το τέλος,
έλεγες την ίδια ιστορία, ξανά και ξανά.
Και εγώ, πάντα σε άκουγα και σου δειχνα τον ίδιο ενθουσιασμό.
Σαν να τ’άκουγα πρώτη φορά.
Προς το τέλος,
ξέχναγες να ρωτήσεις αν θέλω μια κοφτή κουταλιά ζάχαρη, ή έστω στην μύτη, και τα φτιαχνες και τα δύο μέτρια.
Δε σου χάλαγα χατίρι. Τον έπινα τον καφέ με ζάχαρη.
Δε ξέχναγες όμως να ρωτήσεις για τα νέα μου, για τους έρωτες και για τις στεναχώριες.
Προς το τέλος,
δε σου λεγα για τις στεναχώριες.
Σου έλεγα “είμαι πολύ καλά!”
Και ρούφαγες χαρούμενη μια γερή γουλιά
και μου λεγες “Δόξα τον Θεό που είσαι καλά!”
Σου χαμογελούσα κι επαναλάμβανα “Δόξα τον Θεό…”
Κάθε μέρα πίναμε τα δυο μας καφεδάκια, κι όμως, λίγα μου φάνηκαν.
Κι ήρθε το τέλος.
Και εγώ πια αποφεύγω να πίνω ελληνικό καφέ.
Άλλωστε, ο καλός καφές θέλει υπομονή, κι όχι βιασύνες.
Αποφεύγω λοιπόν τον ελληνικό καφέ απ’όταν έφυγες Ευαγγελία.
Κι όταν -καμιά φορά- φτιάχνω έναν,
βάζω πάντα μια κουταλιά κοφτή ζάχαρη.
Κι ας τον προτιμώ σκέτο στην γεύση.
Χούι είναι αυτό βλέπεις,
δε κόβεται.
Αντίο Ευαγγελία.
Θα τα ξαναπούμε εγώ κι εσύ.
Και θα ναι όμορφα.
Και θα σαι νέα, και θα θυμάσαι όλες τις ιστορίες σου.
Και θα μους τις ξαναπεις μία μία.
Θα βάλουμε πάνω το μπρίκι
και θα σου πω κι εγώ τα νέα μου.
Σου υπόσχομαι,
πως δε θα τους επιτρέπω να με στεναχωρούν,
και σου υπόσχομαι,
πως όταν ξαναβρεθούμε,
τον καφέ θα στον φτιάξω εγώ.
Μέχρι τότε,
Ευαγγελία,
θα σε συναντώ για λίγο στην μύτη απ’το κουτάλι.
Σε κάθε κόκκο ζάχαρης που δεν θέλω να γευτώ, κι όμως, μου νοστιμεύει την μέρα.